πλαστικός
Προφορά
Ετυμολογία
πλαστικός αρχαία ελληνική πλαστικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πλαστικός -ή, -ό
✦ ο ικανός να πλάθει ή να πλάθεται
✦ ο αρμονικός σε διάπλαση
✦ ο κατάλληλος για πλάσιμο
✦ πλαστικές ύλες, οργανικά προϊόντα συνθετικά ή φυσικά που, υπό ορισμένες συνθήκες (π.χ. σε υψηλή θερμοκρασία ή υπό πίεση) διαμορφώνονται σε διάφορα σχήματα ή αντικείμενα
✦ πλαστικό χρήμα, τα χρηματικά ποσά που διακινούνται μέσω των πιστωτικών καρτών |(ιατρ.) πλαστική εγχείρηση, η χειρουργική επέμβαση που διορθώνει σωματικό ελάττωμα αισθητικού χαρακτήρα
✦ (θηλ.) η πλαστική ως ουσ., η γλυπτική και ιδ. η τέχνη της κατασκευής μικρών αγαλμάτων από κερί ή πηλό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
πλαστικά (Κ πλαστικώς)