πλαδαρός
Προφορά
Ετυμολογία
πλαδαρός αρχαία ελληνική πλαδαρός (=νερουλός)
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πλαδαρός -ή, -ό
✦ μαλακός, χαλαρός
✦ (μτφ. ) άτονος, χωρίς εσωτερική συνοχή: πλαδαρό ύφος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
νευρώδης, δεμένος, σφιχτός ,αδρός
Επιρρήματα
πλαδαρά (Κ πλαδαρώς)