πλαγιά


πλαγιά
Προφορά

Ετυμολογία
πλαγιά αρχαία ελληνική πλαγία, └θηλ┘ του επιθέτου πλάγιος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πλαγιά

✦ πλευρά λόφου ή βουνού, κλιτύς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.