πλήθος
Προφορά
Ετυμολογία
πλήθος αρχαία ελληνική πλῆθος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πλήθος
✦ μεγάλος αριθμός προσώπων ή πραγμάτων
✦ ο πολύς λαός, οι λαϊκές μάζες: το πλήθος ξεχύθηκε στους δρόμους· εύχρ. ιδ. στον πληθ.: τα πλήθη αλάλαξαν από ενθουσιασμό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–