πλάτη
Προφορά
Ετυμολογία
πλάτη αρχαία ελληνική πλάτη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πλάτη
✦ τα νώτα, η ράχη
✦ η ωμοπλάτη των σφαγίων, σπάλα
✦ το πίσω μέρος καθίσματος
✦ η πίσω επιφάνεια κάθε αντικειμένου με πλάτος
✦ φρ. κάνω πλάτες, υποβοηθώ κάποιον σε ενέργεια κακή ή απαγορευμένη – έχει γερές πλάτες, διαθέτει ισχυρούς προστάτες ή μέσα – γυρίζω την πλάτη σε κάποιον, φέρομαι προσβλητικά, περιφρονώ κάποιον
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–