πιστός


πιστός
Προφορά

Ετυμολογία
πιστός αρχαία ελληνική πιστός

Ερμηνεία
επίθετο┘ πιστός -ή, -ό

✦ έμπιστος, αφοσιωμένος
✦ ακλόνητος, σταθερός, επίμονος σε κάτι
✦ ακριβής
✦ πληθ. οι πιστοί ως ουσ., οι αφοσιωμένοι στη θρησκεία τους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
πιστά (Κ πιστώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.