πισινός


πισινός
Προφορά

Ετυμολογία
πισινός οπισινός

Ερμηνεία
επίθετο┘ πισινός -ή, -ό

✦ αυτός που βρίσκεται, έρχεται, στέκει ή κάθεται πίσω από κάποιον, οπίσθιος
✦ αρσ. πισινός ως ουσ., οι γλουτοί, ο πρωκτός
✦ πληθ. ουδ. τα πισινά ως ουσ., τα από τη μέση και κάτω πίσω μέρη του ανθρώπινου σώματος
✦ τα πίσω σκέλη ζώου
✦ φρ. κρατώ πισινή, επιφυλάσσομαι να χρησιμοποιήσω, στην κατάλληλη στιγμή, έσχατο εφεδρικό μέσο ενέργειας

Συνώνυμα

Αντίθετα
μπροστινός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.