πιπεριά
Προφορά
Ετυμολογία
πιπεριά πιπέρι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πιπεριά
✦ θαμνώδες φυτό, το πέπερι, που παράγει το πιπέρι
✦ το φυτό καψικόν το ετήσιον και ο εδώδιμος καρπός του
✦ είδος καλλωπιστικού δέντρου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–