πινέλο


πινέλο
Προφορά

Ετυμολογία
πινέλο └ιταλ┘pennello

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πινέλο

✦ μικρό βουρτσάκι κατάλληλο για βάψιμο, χρωστήρας
✦ (ναυτ.) μικρή άγκυρα, η ισχάς

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.