πικρός
Προφορά
Ετυμολογία
πικρός αρχαία ελληνική πικρός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πικρός -ή, -ό
✦ ο δυσάρεστος στη γεύση, ιδ. ο αντίθετος προς τον γλυκό
✦ (μτφ. ) που προκαλεί πικρία, θλίψη, οδυνηρός, λυπηρός: νύχτες πολλές πικρής μοναξιάς την περιμένουν (Άγγ. Βλάχος)
✦ (μτφ. ) που εκφράζει, φανερώνει θλίψη, δυσαρέσκεια: πικρό χαμόγελο – πικρά δάκρυα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
πικρά (Κ πικρώς)