πικάντικος


πικάντικος
Προφορά

Ετυμολογία
πικάντικος └ιταλ┘piccante

Ερμηνεία
επίθετο┘ πικάντικος -η, -ο

✦ που έχει ευχάριστα δριμεία γεύση: πικάντικη σάλτσα
(μτφ. ) ερεθιστικός, προκλητικός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.