πετσέτα
Προφορά
Ετυμολογία
πετσέτα └ιταλ┘pezzetta
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πετσέτα
✦ κομμάτι από απορροφητικό ύφασμα που χρησιμοποιείται για το σκούπισμα μελών του σώματος μετά το πλύσιμο ή το στέγνωμα υγρών αντικειμένων, προσόψιο ή χειρόμακτρο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–