πετρελαιοκηλίδα
Προφορά
Ετυμολογία
πετρελαιοκηλίδα πετρέλαιο + κηλίδα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πετρελαιοκηλίδα
✦ μάζα πετρελαίου που έχει διαρρεύσει από αγωγό ή πλοίο και έχει απλωθεί στην επιφάνεια θάλασσας ή λίμνης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–