πεταλούδα
Προφορά
Ετυμολογία
πεταλούδα μεσαιωνική ελληνική πεταλούδα, ίσως μεταγενέστερη ελληνική πετηλίς (=ακρίδα)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πεταλούδα
✦ έντομο κολεόπτερο, ευκίνητο, με πλατιά πολύχρωμα φτερά: έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα (Διον. Σολωμός)
✦ παπιγιόν
✦ επίσημη ονομασία αγωνίσματος κολύμβησης
✦ είδος μεταλλικού αγκιστριού για ψάρεμα
✦ φρ. πεταλούδα της νύχτας, γυναίκα ελευθερίων ηθών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–