πετάλι
Προφορά
Ετυμολογία
πετάλι πέταλο
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πετάλι
✦ παστός κέφαλος που ανοίγεται στα πλάγια και παίρνει έτσι το σχήμα του πετάλου
✦ σύκο ανοιγμένο και ξεραμένο
✦ (γαλλική pédale) πέδιλο μηχανής ή ποδηλάτου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–