πεσιμιστής


πεσιμιστής
Προφορά

Ετυμολογία
πεσιμιστής └γαλλ┘ pessimiste

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πεσιμιστής

✦ θηλ. πεσιμίστρια (Κ πεσσιμιστής, πεσσιμίστρια) οπαδός του πεσιμισμού
✦ (γεν.) ο απαισιόδοξος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.