περνώ
Προφορά
Ετυμολογία
περνώ μεσαιωνική ελληνική περνῶ, από το ἐπέρασα, αόρ. του αρχαίου ελληνικού περῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ περνώ -άς, -ά
✦ διατρυπώ
✦ διαβιβάζω μέσα από άνοιγμα: του πέρασε τα χρήματα από τη θυρίδα
✦ οδηγώ δια μέσου, διαπεραιώνω: ένας βαρκάρης τους πέρασε αντίκρυ
✦ διαποτίζω, διαβρέχω
✦ κατεργάζομαι επιφάνεια: θα περαστεί ένα λούστρο κι είναι έτοιμο
✦ είμαι ανώτερος, ξεπερνώ: κανείς συμμαθητής του δεν τον περνάει
✦ καταγράφω, καταχωρίζω: ακόμα δεν περάστηκαν στα βιβλία
✦ μεταβιβάζω, μεταγράφω
✦ ντύνω ή ντύνομαι, φορώ: πέρνα ένα πουκάμισο απάνω σου
✦ διανύω: πέρασε όλα του τα χρόνια δουλεύοντας
✦ διέρχομαι, διαβαίνω
✦ εισχωρώ: ο αέρας περνά απ’ τις χαραμάδες
✦ παρέρχομαι: φρ. θα περάσει κι αυτό
✦ ζω, διάγω: φρ. πώς περνάτε;
✦ μετακινούμαι, μετατοπίζομαι: πέρασε σε άλλες χώρες
✦ βρίσκω αποδοχή, ισχύω: αυτά δεν περνούν
✦ θεωρώ ή θεωρούμαι: τον περνούν για σπουδαίο – περνά (ή περνιέται) για σπουδαίος
✦ φρ. μου περνά η ιδέα, φαντάζομαι, υποθέτω – μου περνά απ’ το νου, σκέφτομαι
✦ η μτχ. τα περασμένα, το παρελθόν
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–