περμανάντ
Προφορά
Ετυμολογία
περμανάντ └γαλλ┘ (ondulation) permanente
Ερμηνεία
περμανάντ
✦ άκλ. ουσ. κ. επίθ. τεχνητό κατσάρωμα των μαλλιών με τη χρήση χημικών ουσιών και θερμότητας, το οποίο διαρκεί για πολύ καιρό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–