περιφρονώ
Προφορά
Ετυμολογία
περιφρονώ αρχαία ελληνική περιφρονῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ περιφρονώ -είς, -εί
✦ θεωρώ κάτι ανάξιο προσοχής ή εκτίμησης, αψηφώ
✦ καταφρονώ: περιφρονεί το χρήμα – τον κίνδυνο
✦ δείχνω προσβλητική αδιαφορία για κάποιον: μας περιφρονεί ο λεγάμενος, ούτε μια καλημέρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–