περιποιούμαι


περιποιούμαι
Προφορά

Ετυμολογία
περιποιούμαι αρχαία ελληνική περιποιοῦμαι

Ερμηνεία
περιποιούμαι

✦ κ. περιποιέμαι ρ. (περιποι-ήθηκα, -ημένος) φροντίζω κάποιον ή κάτι
✦ δείχνομαι φιλοφρονητικός, εξυπηρετικός
✦ (ειρων.) επιπλήττω, τιμωρώ αυστηρά κάποιον
✦ μτχ. παθ. πρκμ. περιποιημένος, -η, -ο ως επίθ. βλ. λ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.