περιορίζω
Προφορά
Ετυμολογία
περιορίζω μεταγενέστερη ελληνική περι-ορίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ περιορίζω
✦ περικλείνω κάτι μέσα σε όρια
✦ (μτφ. ) κλείνω κάποιον σε περιορισμένο χώρο, βάζω περιορισμούς στις κινήσεις, στην ελευθερία του
✦ βάζω φραγμό, εμποδίζω την έκταση, την ανάπτυξη, την ελευθερία δράσης, περιστέλλω, μετριάζω
✦ συνετίζω, χαλιναγωγώ, περιμαζεύω
✦ (μέσ.) περιορίζομαι, στενεύω τον κύκλο των δραστηριοτήτων μου, αρκούμαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–