περιοδεία
Προφορά
Ετυμολογία
περιοδεία μεταγενέστερη ελληνική περιοδεία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η περιοδεία
✦ διαδοχική επίσκεψη τόπων για ορισμένο σκοπό: προγραμματίζεται η περιοδεία ελληνικών θιάσων στην Αυστραλία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–