περιμαζεύω
Προφορά
Ετυμολογία
περιμαζεύω περί + μαζεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ περιμαζεύω
✦ μαζεύω διασκορπισμένα πράγματα, περισυλλέγω
✦ συγκρατώ, περιορίζω
✦ σωφρονίζω
✦ περιθάλπω
✦ (μέσ.) περιμαζεύομαι, συγκρατούμαι ώστε να μην παρεκτρέπομαι ή να μην ξοδεύω πολλά, περιορίζομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–