περιθώριο
Προφορά
Ετυμολογία
περιθώριο κατά Κοραή από το περιθεώριον• κατ’ άλλους από το ρήμα περιθέω (=περιτρέχω)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το περιθώριο
✦ η άγραφη ή ατύπωτη λωρίδα στην άκρη σελίδας χειρογράφου ή εντύπου
✦ κάθε ελεύθερο ή κενό διάστημα στα άκρα επιφάνειας
✦ (μτφ. ) στάδιο ή δυνατότητα ελεύθερης κινήσεως ή δράσεως: του έχουν δοθεί μεγάλα περιθώρια και πρέπει να επιτύχει – φρ. δεν υπάρχουν περιθώρια χρόνου
✦ (μτφ. ) ό,τι βρίσκεται έξω από το κυρίως θέμα, έξω από τα γεγονότα ή πράγματα: συζητήθηκαν θέματα στο περιθώριο της διάσκεψης
✦ (μτφ. ) ό,τι ή όποιος βρίσκεται έξω από τα νόμιμα ή καθιερωμένα πλαίσια μιας ομάδας, δραστηριότητας κτλ.: περιθώριο της κοινωνίας
✦ φρ. ζει στο περιθώριο, μακριά από κάθε δραστηριότητα, αποτραβηγμένος – βάζω στο περιθώριο, παραμερίζω, παραγκωνίζω κάποιον
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–