περίπτωση
Προφορά
Ετυμολογία
περίπτωση αρχαία ελληνική περίπτωσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η περίπτωση
✦ τυχαίο συμβάν, περιστατικό, ενδεχόμενο
✦ η μορφή, ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να συμβεί κάτι
✦ φρ. εν περιπτώσει, αν συμβεί να… – σε αντίθετη περίπτωση (εν εναντία περιπτώσει), αν, αντίθετα, συμβεί να… – σε καμιά περίπτωση (εν ουδεμιά περιπτώσει), ουδέποτε – εν πάση περιπτώσει (σε κάθε περίπτωση), ό,τι και αν συμβεί πάντως
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–