περίοδος
Προφορά
Ετυμολογία
περίοδος αρχαία ελληνική περίοδος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η περίοδος
✦ χρονικό διάστημα
✦ το κατά χρονικά διαστήματα εμφανιζόμενο φαινόμενο
✦ (ειδ.) η εμμηνορρυσία
✦ φάση, στάδιο αρρώστιας
✦ (αστρον.) ο χρόνος περιφοράς ουράνιου σώματος
✦ (γραμμ.) μικρό τμήμα λόγου, που εκφράζει πλήρες νόημα
✦ (μουσ.) σειρά μουσικών φράσεων που αποτελούν ενότητα
✦ (μαθημ.) το σύνολο των αριθμών που επαναλαμβάνονται περιοδικά στο δεκαδικό μέρος αριθμού
✦ φρ. κατά περιόδους, από καιρό σε καιρό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–