περίεργος
Προφορά
Ετυμολογία
περίεργος αρχαία ελληνική περίεργος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ περίεργος -η, -ο
✦ ο κατεχόμενος από περιέργεια, από επιμονή να μάθει κάτι
✦ ο άτοπα ενδιαφερόμενος για ξένες υποθέσεις, αδιάκριτος
✦ παράδοξος, αλλόκοτος: περίεργα πράγματα συμβαίνουν τελευταία
✦ (κ. για πρόσ.) ακατανόητος, που η συμπεριφορά του ξενίζει: περίεργος άνθρωπος δεν μπορείς να τον καταλάβεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
περίεργα (Κ περιέργως)