περί
Προφορά
Ετυμολογία
περί αρχαία ελληνική περί
Ερμηνεία
περί
✦ πρόθ. (το -ι της περί δεν εκθλίβεται) συντάσσεται: 1. Με γενική και δηλώνει: α) αναφορά, αντικείμενο ή θέμα: περί αυτού πρόκειται – μιλήσαμε περί πολλών πραγμάτων β) σκοπό ή αιτία: ανησυχώ περί της υγείας του – αδιαφορώ περί τούτου
✦ απόδοση αξίας ή σημασίας: τον έχει περί πολλού, τον τιμά πολύ. 2. Με αιτιατική και δηλώνει: α) τριγύρω, κοντά: φρ. οι περί αυτόν, οι οπαδοί, οι ακόλουθοι β) αναφορά, το αντικείμενο της ασχολίας, του ενδιαφέροντος: φρ. περί πολλά τυρβάζει γ) περίπου: μου στοιχίζει περί τις χίλιες δραχμές. Ως α΄ συνθετ. σημαίνει α) ολόγυρα (περιτειχίζω, περίβολος) β) επίταση, υπεροχή (περιβόητος, περίφημος) γ) καταφρόνηση (περιγελώ)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–