πεπρωμένο


πεπρωμένο
Προφορά

Ετυμολογία
πεπρωμένο αρχαία ελληνική πεπρωμένον, └ουδ┘ μτχ. του πρκμ. πέπρωται

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πεπρωμένο

✦ το γραμμένο από τη μοίρα, μοιραίο
✦ φρ. το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον, δεν μπορεί να αποφύγει κάποιος αυτό που είναι καθορισμένο από τη μοίρα του
✦ πληθ. τα πεπρωμένα λαού, φυλής, έθνους κτλ., επιδιώξεις που έχουν οριστεί από τη μοίρα ή την προγονική παράδοση και οφείλει να πραγματοποιήσει ένας λαός, φυλή, έθνος κτλ.

Συνώνυμα
ριζικό, γραφτό, μοιρόγραφτο
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.