πελώριος


πελώριος
Προφορά

Ετυμολογία
πελώριος αρχαία ελληνική πελώριος

Ερμηνεία
επίθετο┘ πελώριος -α, -ο

✦ τεράστιος, που έχει υπερβολικό μέγεθος

Συνώνυμα
υπερμεγέθης
Αντίθετα
μικροσκοπικός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.