πειθαρχία


πειθαρχία
Προφορά

Ετυμολογία
πειθαρχία αρχαία ελληνική πειθαρχία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πειθαρχία

✦ υπακοή στις αρχές, σε καθετί που επιβάλλεται από νόμο ή διαταγή
(μτφ. ) τάξη, ευρυθμία

Συνώνυμα

Αντίθετα
απειθαρχία
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.