πεθαίνω


πεθαίνω
Προφορά

Ετυμολογία
πεθαίνω μεσαιωνική ελληνική (ἀ)πεθαίνω

Ερμηνεία
ρήμα πεθαίνω

✦ παύω να ζω, να υπάρχω
✦ υποφέρω, καταβασανίζομαι: πεθαίνω στη δουλειά – πεθαίνω της πείνας – πεθαίνω από τους πόνους – από το κρύο κτλ.
(μτφ. ) επιθυμώ έντονα: πεθαίνει για ταξίδια
✦ (μτβ.) προκαλώ ή επιφέρω τον θάνατο: τον πέθαναν οι γιατροί – τα φάρμακα
(μτφ. ) κατατυραννώ, βασανίζω: τον πέθαναν οι πόνοι – οι συνεχείς αναβολές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.