πεζός


πεζός
Προφορά

Ετυμολογία
πεζός αρχαία ελληνική πεζός

Ερμηνεία
επίθετο┘ πεζός -ή, -ό

✦ αυτός που βαδίζει
✦ στρατιώτης που ανήκει στο πεζικό
✦ (μτφ. για λόγο ή κείμενο) ο χωρίς μέτρο και ρυθμό
✦ (κατ’ επέκτ.) ο κοινότοπος
✦ (για πρόσ.) ο χωρίς εξάρσεις: πεζός άνθρωπος, δεν ενθουσιάζεται ποτέ – ώρες δίχως όνειρο σε μια ζωή πεζή (Ναπ. Λαπαθιώτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα
εποχούμενος ,έμμετρος, ποιητικός
Επιρρήματα
πεζά (βλ. λ.) (Κ πεζώς κ.πεζή)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.