πεζοπόρος
Προφορά
Ετυμολογία
πεζοπόρος μεταγενέστερη ελληνική πεζοπόρος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πεζοπόρος -ος, -ο
✦ ο πορευόμενος πεζός, με τα πόδια: πεζοπόρα τμήματα του στρατού
✦ ο ικανός για πεζοπορία: δεινός πεζοπόρος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–