πείραμα
Προφορά
Ετυμολογία
πείραμα μεσαιωνική ελληνική πείραμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πείραμα
✦ δοκιμή, απόπειρα
✦ (ειδ.) τεχνητή παραγωγή φυσικών, φυσιολογικών ή ψυχικών φαινομένων για μελέτη: η σχετική έρευνα βρίσκεται, ακόμα, στο στάδιο του πειράματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–