πατερίτσα


πατερίτσα
Προφορά

Ετυμολογία
πατερίτσα μεσαιωνική ελληνική πατερίτσα, υποκοριστικό του πατέρα, μεγεθ. του πατερό

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πατερίτσα

✦ το δεκανίκι
✦ η ποιμαντορική ράβδος, το ραβδί των δεσποτάδων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.