πατέρας
Προφορά
Ετυμολογία
πατέρας αρχαία ελληνική πατέρα, αιτ. του πατήρ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πατέρας
✦ ο αρσενικός από τους γονείς του παιδιού
✦ (συνεκδ.) δημιουργός
✦ προστάτης, καθοδηγητής
✦ ονομασία του Θεού
✦ πληθ. οι πατέρες, οι πρόγονοι
✦ πατέρες του έθνους, (συνήθ. ειρων.) οι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι του λαού
✦ πατήρ κ. πάτερ, προσφώνηση παπάδων και μοναχών
Συνώνυμα
γεννήτορας, γονιός
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–