παρυφή
Προφορά
Ετυμολογία
παρυφή μεταγενέστερη ελληνική παρυφή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η παρυφή
✦ ταινιοειδής υφή, στενή λωρίδα κατά μήκος των πλευρών υφάσματος, η ούγια
✦ (μτφ. ) όριο, άκρο: παρυφή δάσους – παρυφές της πόλης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–