παρτίδα


παρτίδα
Προφορά

Ετυμολογία
παρτίδα └βενετ┘ partida

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η παρτίδα

✦ μέρος ενός όλου, ιδ. εμπορεύματος
✦ ολοκληρωμένη διαδικασία τυχερού παιχνιδιού ή χαρτοπαίγνιου: μια παρτίδα σκάκι – κουμκάν
✦ πληθ. παρτίδες, δοσοληψίες, σχέσεις κάθε είδους, νταραβέρια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.