παρουσία


παρουσία
Προφορά

Ετυμολογία
παρουσία αρχαία ελληνική παρουσία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η παρουσία

✦ το να είναι κανείς παρών
✦ εμφάνιση, προσέλευση
✦ (εκκλ.) Δευτέρα Παρουσία, η κατά την Αγία Γραφή έλευση για δεύτερη φορά του Χριστού στον κόσμο, για την οριστική κρίση ζώντων και νεκρών

Συνώνυμα

Αντίθετα
απουσία
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.