παρεξηγώ


παρεξηγώ
Προφορά

Ετυμολογία
παρεξηγώ μεταγενέστερη ελληνική παρεξηγοῦμαι

Ερμηνεία
ρήμα παρεξηγώ -είς, -εί

✦ παρανοώ, παρερμηνεύω
✦ παρεξηγούμαι κ. παρεξηγιέμαι, δυσαρεστούμαι, θίγομαι από τις ενέργειες ή τις προθέσεις κάποιου
✦ μτχ. παθ. πρκμ. παρεξηγημένος κ. παραξηγημένος, -η, -ο ως επίθ., παραγνωρισμένος, που δεν έχει αναγνωριστεί όσο αξίζει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.