παρατηρητικός


παρατηρητικός
Προφορά

Ετυμολογία
παρατηρητικός μεταγενέστερη ελληνική παρατηρητικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ παρατηρητικός -ή, -ό

✦ ο ικανός να παρατηρεί
✦ επικριτικός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
παρατηρητικά (Κ παρατηρητικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.