παρακολουθώ


παρακολουθώ
Προφορά

Ετυμολογία
παρακολουθώ αρχαία ελληνική παρακολουθῶ

Ερμηνεία
ρήμα παρακολουθώ -είς, -εί

✦ ακολουθώ από κοντά
✦ συμβαδίζω
✦ κατασκοπεύω: τον παρακολούθησαν κάτι χαφιέδες
(μτφ. ) βλέπω ή ακούω με προσοχή
✦ διδάσκομαι: παρακολουθεί μαθήματα αγγλικής
✦ καταλαβαίνω, εννοώ: δεν μπορεί κανείς να τον παρακολουθήσει, λέει τόσες ασυναρτησίες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.