πανικός


πανικός
Προφορά

Ετυμολογία
πανικός αρχαία ελληνική πανικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ πανικός -ή, -ό

✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό Πάνα
✦ (για φόβο) ο προερχόμενος από τον Πάνα: μας απειλούν με πανικούς φόβους (Γ. Σεφέρης)
✦ αρσ. πανικός, ως ουσ. (βλ. λ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.