πανηγύρι


πανηγύρι
Προφορά

Ετυμολογία
πανηγύρι μεσαιωνική ελληνική πανηγύριν

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πανηγύρι

✦ πάνδημος εορτασμός θρησκευτικής γιορτής ή επετείου
✦ εμποροπανήγυρη, παζάρι
✦ ομαδικό γλέντι, ξεφάντωμα
✦ (ειρων.) φασαρία που προκαλεί τα γέλια
✦ φρ. είναι για τα πανηγύρια, είναι θεότρελος ή είναι για γέλια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.