πανί
Προφορά
Ετυμολογία
πανί μεταγενέστερη ελληνική παν(ν)ίον, υποκοριστικό του μεταγενέστερη ελληνική πάννος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πανί
✦ λινό ή μπαμπακερό ύφασμα
✦ κομμάτι υφάσματος
✦ (ειδ.) ύφασμα για την περιτύλιξη βρέφους, σπάργανο
✦ ιστίο, άρμενο: δεν έχω πανί, τιμόνι και στο πέλαο τρέχω (Διον. Σολωμός) – οι ναύτες τα πανιά των πλοίων ανοίγουν (Ι. Γρυπάρης)
✦ ιστιοφόρο πλοίο
✦ φρ. κάνω πανιά, (για πλοίο) ετοιμάζομαι να σαλπάρω – πανί με πανί, αδέκαρος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–