παλιόχαρτο


παλιόχαρτο
Προφορά

Ετυμολογία
παλιόχαρτο παλιός + χαρτί

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το παλιόχαρτο

✦ κομμάτι χαρτιού φθαρμένο και άχρηστο, χαρτί για πέταμα
(μτφ. ) έγγραφο, τίτλος ή χαρτονόμισμα χωρίς αξία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.