παλιός


παλιός
Προφορά

Ετυμολογία
παλιός αρχαία ελληνική παλαιός

Ερμηνεία
παλιός

✦ -ιά, -ιό επίθ. (Κ παλαιός, -ά, -όν) που υπάρχει ή υπήρχε από πολύν καιρό
✦ που προϋπήρξε
✦ που έχει συνήθειες ή αντιλήψεις περασμένης εποχής
✦ ο μεγάλης ηλικίας
✦ ο φθαρμένος από μακροχρόνια χρήση
✦ ο πολύπειρος
✦ οι παλιοί, οι πρόγονοι
✦ φρ. γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια, δεν δίνω καμιά σημασία, περιφρονώ

Συνώνυμα

Αντίθετα
νέος ,σημερινός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.