πακέτο
Προφορά
Ετυμολογία
πακέτο └ιταλ┘pacchetto
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πακέτο
✦ δέμα από κάθε είδους πράγματα περιτυλιγμένα με χαρτί
✦ κουτί καπνού ή τσιγάρων
✦ (από το αγγλικά package) σύνολο προτάσεων που προτείνονται για συζήτηση ή αποδοχή: στο πακέτο για τις βάσεις και οι ρυθμίσεις για το χρέος (Οικονομικός Ταχυδρόμος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–