παθολογικός


παθολογικός
Προφορά

Ετυμολογία
παθολογικός παθολογία

Ερμηνεία
επίθετο┘ παθολογικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στην παθολογία ή τον παθολόγο
✦ που έχει σχέση με πάθηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
παθολογικά (Κ παθολογικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.